- ψειρής
- ο , ψειρού η1) вшивый человек; 2) голодран|ец, -ка, оборванец, бедняк; 3) кичливый, спесивый человек; 4) см. ψείρας 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψειρής — ο, θηλ. ψειρού, Ν [ψείρα] 1. ψειριάρης 2. το θηλ. η ψειρού μτφ. η φυλακή 3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ ατημέλητος και βρόμικος άνθρωπος β) φιλάργυρος, τσιγκούνης γ) φτωχός που προσπαθεί να φαίνεται πλούσιος … Dictionary of Greek
ψειρής — ο θηλ. ψειρού 1. ψειριάρης. 2. ακάθαρτος άνθρωπος ή φτωχός που επιδιώκει να παρουσιάζεται ως εύπορος. 3. το θηλ. ως ουσ., ψειρού, η φυλακή: Είναι στην ψειρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψειριάρης — α, ικο, Ν 1. (για πρόσ.) γεμάτος ψείρες, ψειρής 2. μτφ. βρομιάρης 3. το ουδ. ως ουσ. το ψειριάρικο βοτ. το ψειροβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψείρα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. φουκαρ ιάρης)] … Dictionary of Greek